Η χρηματοοικονομική μόχλευση είναι το ποσό του χρέους που χρησιμοποιεί μια οντότητα για να αγοράσει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία. Συνίσταται η μόχλευση για να αποφευχθεί η χρήση υπερβολικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση πράξεων. Η υπερβολική χρηματοοικονομική μόχλευση ωστόσο αυξάνει τον κίνδυνο πτώχευσης καθώς καθίσταται δυσκολότερη η εξόφληση του χρέους.
Ο τύπος χρηματοοικονομικής μόχλευσης υπολογίζεται ως ο λόγος του συνολικού χρέους προς το συνολικό ενεργητικό. Καθώς το ποσοστό του χρέους προς τα περιουσιακά στοιχεία αυξάνεται, το ίδιο ισχύει για το ποσό της χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Η χρηματοοικονομική μόχλευση είναι ευνοϊκή όταν οι χρήσεις στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί το χρέος δημιουργούν αποδόσεις μεγαλύτερες από το έξοδο των τόκων που συνδέεται με το χρέος. Πολλές οντότητες παρόλα αυτά χρησιμοποιούν την χρηματοδοτική μόχλευση αντί να αποκτούν περισσότερα ίδια κεφάλαια, γεγονός που μπορεί να μειώσει τα κέρδη ανά μετοχή των υφιστάμενων μετόχων.
Η χρηματοοικονομική μόχλευση έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα:
Βελτιωμένα κέρδη. Η χρηματοοικονομική μόχλευση μπορεί να επιτρέψει σε μια οικονομική οντότητα να εισπράξει πολλαπλάσιες αποδόσεις από τα περιουσιακά της στοιχεία.
Ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Σε πολλές φορολογικές δικαιοδοσίες, το έξοδο τόκων είναι έκπτωση φόρου, το οποίο μειώνει το καθαρό κόστος του οφειλέτη.
Ωστόσο, η χρηματοοικονομική μόχλευση παρουσιάζει επίσης τη δυνατότητα δυσανάλογων ζημιών, καθώς το σχετικό ποσό των εξόδων που αφορά τους τόκους μπορεί να υπερκεράσει τον δανειολήπτη εάν δεν κερδίζει επαρκείς αποδόσεις για να αντισταθμίσει το έξοδο αυτό. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα ειδικά όταν αυξάνονται τα επιτόκια ή μειώνονται οι αποδόσεις από τα περιουσιακά στοιχεία.
Η μέθοδος της μόχλευσης είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη προσέγγιση σε μια κυκλική οικονομική οντότητα ή σε μια οντότητα στην οποία οι πωλήσεις και τα κέρδη είναι πιθανότερο να παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις από έτος σε έτος, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο πτώχευσης με την πάροδο του χρόνου. Συνήθως όμως υπάρχει ένας φυσικός περιορισμός του ποσού της χρηματοοικονομικής μόχλευσης, δεδομένου ότι οι δανειστές είναι λιγότερο πιθανό να προωθήσουν πρόσθετα κεφάλαια σε έναν δανειολήπτη ο οποίος έχει ήδη δανειστεί ένα μεγάλο ποσό χρέους.
Εν ολίγοις, η χρηματοοικονομική μόχλευση μπορεί να αποβεί κερδοφόρα για τους μετόχους, αλλά επίσης παρουσιάζει και τον κίνδυνο άμεσης χρεοκοπίας εάν οι ταμειακές ροές υπολείπονται των προσδοκιών.
Παράδειγμα:
Η Εταιρεία Α χρησιμοποιεί 1.000.000 ευρώ από δικά της κεφάλαια για να αγοράσει ένα εργοστάσιο, το οποίο δημιουργεί ετήσια κέρδη 150.000 ευρώ. Η εταιρεία δεν χρησιμοποιεί καθόλου μόχλευση, δεδομένου ότι δεν πραγματοποίησε χρέη για να αγοράσει το εργοστάσιο.
Η Εταιρεία Β χρησιμοποιεί 100.000 ευρώ από δικά της κεφάλαια και δάνειο ύψους 900.000 ευρώ για να αγοράσει ένα παρόμοιο εργοστάσιο, το οποίο επίσης δημιουργεί ετήσιο κέρδος 150.000 ευρώ. Η εταιρεία χρησιμοποιεί τη χρηματοοικονομική μόχλευση για να δημιουργήσει κέρδος 150.000 ευρώ για μια επένδυση μετρητών ύψους 100.000 ευρώ, η οποία αποτελεί απόδοση της επένδυσής κατά 150%.
Η χρηματοοικονομική μόχλευση αποτελεί εκείνη την μέθοδο με την οποία η Διοίκηση προβαίνει σε εκείνες τις αποφάσεις που χαράσσουν χρηματοοικονομική στρατηγική.