top of page

Plan of Business

Financial

and Accounting Advisors

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)της 4ης Ιουνίου 2020 ( *1 )


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)


της 4ης Ιουνίου 2020 ( *1 )


«Προδικαστική παραπομπή – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Έννοια του “εμπορικού αντιπροσώπου” – Διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου – Μεσολαβητής που δεν έχει τη δυνατότητα τροποποιήσεως των όρων πωλήσεως και των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει»


Στην υπόθεση C‑828/18,


με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείο Παρισιού, Γαλλία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης


Trendsetteuse SARL


κατά


DCA SARL,


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),


συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και N. Piçarra, δικαστές,


γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar


γραμματέας: A. Calot Escobar


έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,


λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:



η Trendsetteuse SARL, εκπροσωπούμενη από τον G. Grignon Dumoulin, avocat,



η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères και τον R. Coesme,



η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, M. Hellmann και U. Bartl,



η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον G. Hesse,



η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και L. Armati,


κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,


εκδίδει την ακόλουθη


Απόφαση


1


Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ 1986, L 382, σ. 17).


2


H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των εταιριών Trendsetteuse SARL και DCA SARL σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως που είχαν συνάψει οι δύο αυτές εταιρίες.


Το νομικό πλαίσιο


Το δίκαιο της Ένωσης


3


Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 86/653 έχουν ως εξής:


«[Εκτιμώντας] ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων· ότι εξάλλου οι διαφορές αυτές είναι δυνατό να παρεμποδίζουν αισθητά τη σύναψη και τη λειτουργία των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και εμπορικού αντιπροσώπου που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη·


ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών πρέπει να διενεργούνται υπό συνθήκες που προσιδιάζουν σε ενιαία αγορά, πράγμα που επιβάλλει την προσέγγιση των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον απαραίτητο βαθμό για την καλή λειτουργία της κοινής αυτής αγοράς· ότι, για το σκοπό αυτό, οι έστω ενοποιημένοι κανόνες για τις συγκρούσεις νόμων δεν εξαλείφουν στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας τις προαναφερόμενες δυσχέρειες και συνεπώς δεν καθιστούν περιττή την προτεινόμενη εναρμόνιση».


4


Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:


«1. Τα μέτρα εναρμόνισης που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευμένους από αυτούς.


2. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.


3. Εμπορικοί αντιπρόσωποι κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να είναι, ιδίως:



τα πρόσωπα τα οποία, υπό την ιδιότητα του οργάνου έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μια εταιρεία ή ένωση προσώπων,



οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους,



οι διαχειριστές που ορίζονται από το δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως.»


5


Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας:


«1. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου και να δρα νόμιμα και με καλή πίστη.


2. Ιδιαίτερα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει:


α)


να ασχολείται δεόντως με τη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως με τη σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί·


β)


να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει·


γ)


να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευόμενου.»


6


Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:


«Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει εξάλλου να ενημερώνει μέσα σε εύλογη προθεσμία τον εμπορικό αντιπρόσωπο σχετικά με την εκ μέρους του αποδοχή ή απόρριψη καθώς και με τη μη εκτέλεση μιας εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε.»


7


Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, σχετικό με την αποζημίωση που οφείλεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο μετά τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, προβλέπει στο στοιχείο αʹ τα εξής:


«Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση εάν και εφόσον:



έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς,


και



η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ή μη ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 20.»


Το γαλλικό δίκαιο


8


Η οδηγία 86/653 μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο με τον νόμο 91-593, της 25ης Ιουνίου 1991, περί των σχέσεων μεταξύ των εμπορικών αντιπροσώπων και των εντολέων τους (JORF της 27ης Ιουνίου 1991, σ. 8271). Το άρθρο 1 του νόμου αυτού, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο L. 134-1 του εμπορικού κώδικα, έχει ως ακολούθως:


«Ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εντολοδόχος στον οποίο ανατίθεται σε μόνιμη βάση, ως ανεξάρτητο επαγγελματία […], να διαπραγματεύεται και, ενδεχομένως, να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως […] επ’ ονόματι και για λογαριασμό παραγωγών, εμπόρων […]»


Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα


9


Η DCA, εταιρία με καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την παραγωγή και διανομή προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα IZI-MI, καθώς και την εκμετάλλευση καταστημάτων λιανικής πωλήσεως έτοιμων ενδυμάτων και κοσμημάτων, συνδεόταν με την Trendsetteuse από τον Ιούλιο του 2003 με σύμβαση που δεν είχε περιβληθεί τον έγγραφο τύπο, δυνάμει της οποίας η Trendsetteuse ανέλαβε την υποχρέωση να διανέμει τα προϊόντα της DCA στον εκθεσιακό χώρο της, έναντι προμήθειας επί της τιμής πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων.


10


Η ως άνω σύμβαση όριζε ειδικότερα ότι η Trendsetteuse αναλάμβανε να συνάπτει, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της DCA, συμβάσεις πωλήσεως προϊόντων με το σήμα IZI-MI στην καλούμενη περιοχή του «Grand Nord», που αντιστοιχούσε στο σύνολο της Βόρειας Γαλλίας, καθώς και στην καλούμενη περιοχή του «Grand Sud», που αντιστοιχούσε στη Νότια Γαλλία, με εξαίρεση την Κορσική. Στο πλαίσιο αυτό, η Trendsetteuse έφερνε σε επαφή την DCA με τους πελάτες, δεχόταν παραγγελίες προϊόντων και διασφάλιζε την παρακολούθηση της αποστολής και της παραδόσεώς τους.


11


Στις 29 Μαρτίου 2016 η DCA πληροφόρησε την Trendsetteuse ότι καταγγέλλει τη συμβατική σχέση τους όσον αφορά την καλούμενη περιοχή του «Grand Sud», εκτιμώντας ότι οι πωλήσεις των προϊόντων που διετίθεντο στο εμπόριο με το σήμα IZI-MI εντός της περιοχής αυτής ήταν ανεπαρκείς. Η DCA διευκρίνισε επίσης ότι, αν η Trendsetteuse δεν δεχόταν αυτή την ανάκληση εντολής, θα έπαυε κάθε συνεργασία με την εν λόγω εταιρία.


12


Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2016, η Trendsetteuse πληροφόρησε την DCA ότι διαφωνούσε με την απόφαση αυτή, την οποία θεωρούσε αδικαιολόγητη και η οποία συνεπαγόταν σε βάρος της την απώλεια του ημίσεος του κύκλου εργασιών της. Παρά ταύτα, την άνοιξη του 2016, η DCA ανέθεσε την ως άνω περιοχή σε άλλη εταιρία.


13


Η Trendsetteuse όχλησε την DCA ζητώντας της να της καταβάλει αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, αίτημα το οποίο η DCA απέρριψε, προβάλλοντας ότι η Trendsetteuse δεν είχε την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, κατά την έννοια του άρθρου L. 134-1 του εμπορικού κώδικα.


14


Η Trendsetteuse προσέφυγε τότε ενώπιον του Tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείου Παρισιού, Γαλλία), ισχυριζόμενη ότι η σύμβαση που είχε συνάψει με την DCA συνιστούσε σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.


15


Αμυνόμενη, η DCA αρνήθηκε ότι η ως άνω σύμβαση ήταν σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, για τον λόγο ότι η Trendsetteuse δεν διέθετε, δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως, την εξουσία τροποποιήσεως των όρων πωλήσεως των ειδών που πωλούσε για λογαριασμό της DCA, και συγκεκριμένα τροποποιήσεως των τιμών των εν λόγω ειδών, όπως αυτές καθορίζονταν από την DCA.


16


Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι το άρθρο L. 134-1 του εμπορικού κώδικα ορίζει ως εμπορικό αντιπρόσωπο τον εντολοδόχο στον οποίο ανατίθεται σε μόνιμη βάση να διαπραγματεύεται και, ενδεχομένως, να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως.


17


Παρατηρώντας ότι η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει τους όρους του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται με ποιον τρόπο πρέπει να ερμηνεύσει τον περιλαμβανόμενο στο άρθρο αυτό όρο «να διαπραγματεύεται». Συγκεκριμένα, ενώ το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ερμήνευσε τον όρο αυτό υπό την έννοια ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου όταν αυτό δεν έχει την εξουσία να τροποποιεί τους όρους πωλήσεως και να καθορίζει τις τιμές των εμπορευμάτων που πωλεί για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, άλλα γαλλικά δικαστήρια καθώς και δικαστήρια άλλων κρατών μελών, στηριζόμενα στην κοινή σημασία του όρου «να διαπραγματεύεται», προέκριναν αντίθετη ερμηνεία.


18


Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια εταιρία όπως η Trendsetteuse, η οποία δεν διαθέτει την εξουσία να τροποποιεί τους όρους πωλήσεως των ειδών που πωλεί για λογαριασμό άλλης εταιρίας, ιδίως δε να τροποποιεί τις τιμές των ειδών αυτών, μπορεί να θεωρείται ότι είναι επιφορτισμένη «να διαπραγματεύεται» συμβάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653.


19


Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείο Παρισιού) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:


«Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας [86/653] την έννοια ότι ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής, ο οποίος ενεργεί ως εντολοδόχος επ’ ονόματι και για λογαριασμό του εντολέα του και ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί τις τιμές και τους συμβατικούς όρους των συμβάσεων πωλήσεως του αντιπροσωπευομένου, δεν είναι επιφορτισμένος να διαπραγματεύεται τις εν λόγω συμβάσεις κατά την έννοια του άρθρου αυτού, οπότε δεν μπορεί να θεωρείται ως εμπορικός αντιπρόσωπος και να υπάγεται στο προβλεπόμενο από την οδηγία καθεστώς;»


Επί του προδικαστικού ερωτήματος


20


Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να χαρακτηριστεί ως «εμπορικός αντιπρόσωπος» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει οπωσδήποτε να έχει τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


21


Συναφώς, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει ως εμπορικό αντιπρόσωπο, κατά την έννοια της οδηγίας, εκείνον στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων για λογαριασμό άλλου προσώπου, που καλείται «αντιπροσωπευόμενος», είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


22


Η ως άνω διάταξη θέτει επομένως τρεις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ένα πρόσωπο ως εμπορικός αντιπρόσωπος. Πρώτον, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή. Δεύτερον, πρέπει να συνδέεται συμβατικώς σε μόνιμη βάση με τον αντιπροσωπευόμενο. Τρίτον, πρέπει να ασκεί δραστηριότητα συνιστάμενη είτε στη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου είτε στη διαπραγμάτευση και σύναψη των εν λόγω πράξεων επ’ ονόματι και για λογαριασμό αυτού (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Zako,C‑452/17, EU:C:2018:935, σκέψη 23).


23


Εν προκειμένω, πρέπει να οριστεί η έννοια του όρου «διαπραγμάτευση» στο πλαίσιο της τρίτης από τις ως άνω προϋποθέσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτή συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι, για να έχει ένα πρόσωπο την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, πρέπει να έχει την εξουσία τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


24


Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι η οδηγία 86/653 δεν προσδιορίζει την έννοια του όρου «να διαπραγματεύεται», το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής πρέπει να αφορά «την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων (...) για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου» καθιστά πρόδηλη τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης η πράξη αυτή να έχει ως σκοπό τη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως ή αγοράς για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


25


Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, καθόσον το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 δεν παραπέμπει στα εθνικά δίκαια όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της «διαπραγμάτευσης», η έννοια αυτή πρέπει να θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας στο έδαφος της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Engie Cartagena,C‑523/18, EU:C:2019:1129, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26


Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η σημασία και η εμβέλεια εννοιών για τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν δίδει ορισμό πρέπει να προσδιορίζονται με βάση το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτές χρησιμοποιούνται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται (βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Spiegel Online,C‑516/17, EU:C:2019:625, σκέψη 77).


27


Συναφώς, καίτοι στο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 στην πλειονότητα των γλωσσών χρησιμοποιούνται όροι που μπορούν να αποδοθούν ως «διαπραγματεύεται», στο κείμενο της οδηγίας στη γερμανική και την πολωνική γλώσσα χρησιμοποιούνται γενικότεροι όροι, που μπορούν να αποδοθούν με την έκφραση «ενεργεί ως μεσολαβητής».


28


Ωστόσο, παρά τις ως άνω διαφορές, οι όροι που χρησιμοποιούνται στο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 στις διάφορες γλώσσες δεν σημαίνουν υποχρεωτικά ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να μπορεί να ορίζει ο ίδιος την τιμή των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


29


Στη συνέχεια, πρέπει να ερμηνευθεί ο όρος «διαπραγμάτευση», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, λαμβανομένου υπόψη του όλου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η ως άνω οδηγία.


30


Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, πρώτον, από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 86/653 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου, ιδίως να ασχολείται δεόντως με τη διαπραγμάτευση και, ενδεχομένως, με τη σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί από τον τελευταίο. Το αντικείμενο της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαρτάται, επομένως, από τους όρους της συμβάσεως που τον συνδέει με τον αντιπροσωπευόμενο και, ιδίως, από τη συμφωνία των συμβαλλομένων όσον αφορά τα εμπορεύματα τα οποία ο αντιπροσωπευόμενος προτίθεται να πωλήσει ή να αγοράσει με τη μεσολάβηση του αντιπροσώπου (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Marchon Germany,C‑315/14, EU:C:2016:211, σκέψεις 31 και 32).


31


Μια τέτοια σύμβαση μπορεί να προβλέπει τις τιμές πωλήσεως των εμπορευμάτων, χωρίς να έχει ο εμπορικός αντιπρόσωπος τη δυνατότητα να τις τροποποιήσει στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως. Πράγματι, ένα τέτοιος συμβατικός προσδιορισμός των τιμών πωλήσεως των εμπορευμάτων μπορεί να δικαιολογείται από λόγους εμπορικής πολιτικής, η οποία επιβάλλει τη συνεκτίμηση παραγόντων όπως η θέση μιας επιχειρήσεως στην αγορά, οι τιμές των ανταγωνιστών και η βιωσιμότητα της επιχειρήσεως.


32


Δεύτερον, το ότι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τις τιμές των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου δεν εμποδίζει την εκπλήρωση από τον εμπορικό αντιπρόσωπο του κύριου καθήκοντός του, όπως περιγράφεται στην οδηγία 86/653.


33


Πράγματι, από τον συνδυασμό του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 86/653 προκύπτει ότι το κύριο καθήκον του εμπορικού αντιπροσώπου είναι να φέρνει νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο και να προάγει τις πράξεις με τους υπάρχοντες πελάτες.


34


Όπως όμως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να εκπληρώνει τα εν λόγω καθήκοντα με την ενημέρωση και την παροχή συμβουλών, καθώς και με συνομιλίες, ικανές να διευκολύνουν τη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως των εμπορευμάτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, χωρίς να έχει ο εμπορικός αντιπρόσωπος τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εν λόγω εμπορευμάτων.


35


Κατά δεύτερο λόγο, μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή αποκλείει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζονται ως «εμπορικοί αντιπρόσωποι» τα πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχουν αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου θα αντέβαινε προς τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.


36


Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευομένους, στη βελτίωση της ασφάλειας των εμπορικών πράξεων και στη διευκόλυνση του εμπορίου αγαθών μεταξύ των κρατών μελών μέσω της προσεγγίσεως των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Zako,C‑452/17, EU:C:2018:935, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37


Ωστόσο, η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653, υπό την έννοια ότι, για να τύχει ένα πρόσωπο της προστασίας της οδηγίας αυτής, πρέπει οπωσδήποτε να έχει τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, θα περιόριζε το περιεχόμενο της εν λόγω προστασίας, αποκλείοντας από αυτήν όσους δεν έχουν την εν λόγω δυνατότητα.


38


Μια τέτοια ερμηνεία, όπως σημείωσαν τόσο η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, θα παρείχε τη δυνατότητα στον αντιπροσωπευόμενο να αποφύγει την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της οδηγίας 86/653, ειδικότερα εκείνης η οποία αφορά την αποζημίωση του εμπορικού αντιπροσώπου σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως, προβλέποντας στη σύμβαση αυτή ότι διατηρεί κατ’ αποκλειστικότητα κάθε δικαίωμα διαπραγματεύσεως των τιμών των εμπορευμάτων, πράγμα το οποίο θα έθιγε την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή.


39


Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να χαρακτηριστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχει τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


Επί των δικαστικών εξόδων


40


Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.


Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:


Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να χαρακτηριστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχει τη δυνατότητα τροποποιήσεως των τιμών των εμπορευμάτων των οποίων την πώληση έχει αναλάβει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.


(υπογραφές)




6 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page