top of page

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)της 2ας Απριλίου 2020 ( *1 )


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 1, στοιχείο θʹ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 2, σημείο 2 – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 2 – Οικογενειακό επίδομα – Έννοια των “μελών της οικογένειας” – Αποκλεισμός του τέκνου του συζύγου των εργαζομένων που είναι κάτοικοι αλλοδαπής – Διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με το τέκνο του συζύγου των εργαζομένων που είναι κάτοικοι ημεδαπής – Δικαιολόγηση»


Στην υπόθεση C‑802/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το conseil supérieur de la sécurité sociale (δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Caisse pour l’avenir des enfants

κατά

FV,

GW,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, C. Toader και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Caisse pour l’avenir des enfants, εκπροσωπούμενο από την R. Jazbinsek και τον A. Rodesch, avocats,

οι GW και FV, εκπροσωπούμενοι από τον P. Peuvrel, avocat,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann και την C. Valero,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση


1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34), του άρθρου 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).

2

H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Caisse pour l’avenir des enfants (Λουξεμβούργο) (οργανισμού αρμόδιου για την καταβολή επιδομάτων τέκνων, στο εξής: CAE) και, αφετέρου, του FV, μεθοριακού εργαζομένου, και της συζύγου του GW, σχετικά με την άρνηση του εν λόγω οργανισμού να χορηγήσει οικογενειακά επιδόματα για το τέκνο που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο η GW, καθόσον το τέκνο αυτό δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον FV.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2004/38

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/38 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους·

2)

“μέλος της οικογένειας”:

α)

ο (η) σύζυγος·

β)

ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·

γ)

οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

[…]».

Ο κανονισμός 883/2004

4

Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

i)

“μέλος της οικογένειας”:

1)

i)

κάθε πρόσωπο το οποίο ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή χαρακτηρίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία βάσει της οποίας χορηγούνται οι παροχές·

ii)

όσον αφορά στις παροχές σε είδος σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, για τις παροχές ασθένειας, τις παροχές μητρότητας και τις ισοδύναμες παροχές πατρότητας, το πρόσωπο το οποίο ορίζεται ή αναγνωρίζεται ως μέλος της οικογένειας ή χαρακτηρίζεται ως μέλος του νοικοκυριού από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί.

2)

Εάν η δυνάμει του εδαφίου 1 εφαρμοστέα νομοθεσία κράτους μέλους δεν προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των μελών της οικογένειας και των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται, ως μέλη της οικογένειας νοούνται ο/η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα καθώς και τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα.

3)

Εάν η δυνάμει των εδαφίων 1 και 2 εφαρμοστέα νομοθεσία θεωρεί ως μέλη της οικογένειας ή του νοικοκυριού μόνο πρόσωπα που συγκατοικούν με τον ασφαλισμένο ή τον συνταξιούχο, θεωρείται ότι πληρούται η προϋπόθεση της συγκατοίκησης εφόσον η συντήρηση του προσώπου βαρύνει κυρίως τον ασφαλισμένο ή το συνταξιούχο.

[…]

κστ)

“οικογενειακή παροχή”: όλες οι παροχές σε είδος ή σε χρήμα που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, εξαιρουμένων των προκαταβολών παροχών διατροφής και των ειδικών επιδομάτων τοκετού και υιοθεσίας που αναφέρονται στο Παράρτημα I.»

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

[…]

ι)

οικογενειακές παροχές.»

7

Το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004, με τίτλο «Μέλη οικογένειας που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος», έχει ως ακολούθως:

«Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο, οι συνταξιούχοι δικαιούνται τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της σύνταξής τους.»

Ο κανονισμός 492/2011

8

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 492/2011 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

Η οδηγία 2014/54/ΕΕ

9

Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (ΕΕ 2014, L 128, σ. 8), έχει ως ακολούθως:

«Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποτελεί θεμελιώδη ελευθερία των πολιτών της Ένωσης και πυλώνα της εσωτερικής αγοράς στην Ένωση, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 [ΣΛΕΕ]. Η εφαρμογή της αναπτύσσεται περαιτέρω από το δίκαιο της Ένωσης με στόχο την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη της οικογένειάς τους. Η φράση “μέλη της οικογένειάς τους” θα πρέπει να νοείται κατά το άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας [2004/38,] το οποίο εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας των μεθοριακών εργαζομένων.»

10

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/54 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την ενιαία εφαρμογή και την πραγμάτωση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και από τα άρθρα 1 έως 10 του κανονισμού [492/2011]. Η παρούσα οδηγία ισχύει έναντι των πολιτών της Ένωσης που ασκούν τα ανωτέρω δικαιώματα και των μελών των οικογενειών τους […]».

11

Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί των ακολούθων θεμάτων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 10 του κανονισμού [492/2011], στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων:

[…]

γ)

πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές και τα φορολογικά πλεονεκτήματα·

[…]

2.   Το πεδίο εφαρμογής [του] παρόντος κανονισμού ταυτίζεται με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [492/2011].»

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

12

Οι κρίσιμες συναφώς διατάξεις είναι τα άρθρα 269 και 270 του code de la sécurité sociale (κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: κώδικας), όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, περί τροποποιήσεως του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, του τροποποιημένου νόμου της 4ης Δεκεμβρίου 1967 περί φόρου εισοδήματος και περί καταργήσεως του τροποποιημένου νόμου της 21ης Δεκεμβρίου 2007 για το επίδομα τέκνων (Mémorial A 2016, σ. 2348, στο εξής: νόμος της 23ης Ιουλίου 2016).

13

Το άρθρο 269, παράγραφος 1, του κώδικα, όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, ορίζει τα ακόλουθα:

«Θεσπίζεται οικογενειακό επίδομα προς εξασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών, στο εξής “οικογενειακό επίδομα”.

Δικαιούνται το οικογενειακό επίδομα:

a)

κάθε παιδί το οποίο διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο και έχει εκεί τη νόμιμη κατοικία του·

b)

τα μέλη της οικογένειας, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 270, κάθε προσώπου το οποίο υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και καλύπτεται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή από διμερή ή πολυμερή σύμβαση που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως. Τα μέλη της οικογένειας πρέπει να κατοικούν σε χώρα την οποία να αφορούν οι ανωτέρω κανονισμοί ή συμβάσεις.»

14

Κατά το άρθρο 270 του κώδικα, όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, «[γ]ια την εφαρμογή του άρθρου 269, παράγραφος 1, στοιχείο b, θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας ενός προσώπου και θεμελιώνουν δικαίωμα λήψεως οικογενειακού επιδόματος τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, τα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους και τα θετά τέκνα του προσώπου αυτού».

15

Κατά το άρθρο 272, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κώδικα, όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, «[τ]ο ύψος του οικογενειακού επιδόματος ορίζεται σε 265 ευρώ ανά τέκνο μηνιαίως».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Ο FV εργάζεται στο Λουξεμβούργο και κατοικεί στη Γαλλία μαζί με τη σύζυγό του GW, καθώς και με τα τρία τέκνα τους, ένα από τα οποία, ο HY, γεννήθηκε από προηγούμενη σχέση της GW. Η GW ασκεί κατ’ αποκλειστικότητα τη γονική μέριμνα του HY. Μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νόμου της 23ης Ιουλίου 2016, λάμβαναν οικογενειακά επιδόματα για τα τρία αυτά τέκνα, καθόσον ο FV είχε την ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου.

17

Από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, ο οποίος τροποποίησε τον κώδικα, αποκλείοντας μεταξύ άλλων τα τέκνα του/της συζύγου ή του/της συντρόφου από την έννοια των «μελών της οικογένειας» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 270 αυτού, σταμάτησαν να τους χορηγούνται τα ως άνω επιδόματα για τον HY.

18

Συγκεκριμένα, με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, το CAE, στηριζόμενο ιδίως στο άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 και στα άρθρα 269 και 270 του κώδικα, όπως άρχισαν να ισχύουν από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, έκρινε ότι, από 1ης Αυγούστου 2016, ο FV δεν εδικαιούτο πλέον οικογενειακό επίδομα για τον HY, τέκνο το οποίο είχε γεννηθεί στις 5 Δεκεμβρίου 2000 και είχε ανατραφεί στο πλαίσιο του κοινού νοικοκυριού του FV με τη GW από τον Ιούλιο του 2008. Επειδή το εν λόγω τέκνο προέρχεται από προηγούμενο γάμο της GW και δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον FV, δεν έχει την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, γεγονός το οποίο δεν του επιτρέπει να λαμβάνει λουξεμβουργιανό οικογενειακό επίδομα για το εν λόγω τέκνο.

19

Επιληφθέν προσφυγής που άσκησε ο FV κατά της αποφάσεως αυτής, το conseil arbitral de la sécurité sociale (αρμόδιο για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως διαιτητικό δικαστήριο, Λουξεμβούργο), με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2017, έκρινε βάσιμη την ως άνω προσφυγή, καθόσον με αυτή ζητείτο η διατήρηση του οικογενειακού επιδόματος για τον HY πέραν της 31ης Ιουλίου 2016. Κατά το conseil arbitral de la sécurité sociale (αρμόδιο για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως διαιτητικό δικαστήριο):

οι λουξεμβουργιανές οικογενειακές παροχές συνιστούν κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011· συνδέονται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας, δεδομένου ότι, για να τις λάβει, ο FV πρέπει να είναι εργαζόμενος υπαγόμενος στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία· παρέλκει να γίνει διάκριση αναλόγως του αν αυτό το κοινωνικό πλεονέκτημα συνδέεται, όπως στον τομέα των οικογενειακών παροχών, με αυτοτελές δικαίωμα του τέκνου για το οποίο προβλέπεται η χορήγηση του σχετικού πλεονεκτήματος ή με δικαίωμα για χορήγηση της παροχής αυτής στον FV, ο οποίος αναλαμβάνει τη συντήρηση του τέκνου και υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως, είτε έχει την ιθαγένεια του κράτους απασχολήσεως είτε όχι·

το σύστημα που θεσπίστηκε με τα άρθρα 269 και 270 του κώδικα, όπως ίσχυσαν από 1ης Αυγούστου 2016, εισάγει διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με την κατοικία του τέκνου, καθόσον προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση κατά την αναγνώριση κοινωνικών πλεονεκτημάτων υπέρ των δικαιούχων οικογενειακών επιδομάτων αναλόγως του αν πρόκειται για ημεδαπό εργαζόμενο ο οποίος συντηρεί τέκνο του/της συζύγου του το οποίο κατοικεί στο Λουξεμβούργο ή για μεθοριακό εργαζόμενο ο οποίος συντηρεί τέκνο του/της συζύγου του το οποίο δεν κατοικεί στο Λουξεμβούργο αλλά στο κράτος μέλος καταγωγής του εν λόγω μεθοριακού εργαζομένου, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, και

έστω και αν το άρθρο 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 883/2004 παραπέμπει στην εθνική νομοθεσία του εμπλεκόμενου κράτους μέλους για τον ορισμό της έννοιας του «μέλους της οικογένειας», η εθνική νομοθεσία αναφοράς, ήτοι το άρθρο 270 του κώδικα, όπως ίσχυσε από 1ης Αυγούστου 2016, είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

20

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 29 Δεκεμβρίου 2017 στο Conseil supérieur de la sécurité sociale (δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο), το CAE άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του conseil arbitral de la sécurité sociale (αρμόδιου για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως διαιτητικού δικαστηρίου) της 17ης Νοεμβρίου 2017. Αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό των οικογενειακών παροχών ως κοινωνικού πλεονεκτήματος και υποστήριξε ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση.

21

Ο FV αντέτεινε ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται ότι οι πολίτες της Ένωσης που κατοικούν εντός κράτους μέλους και μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος για να εργαστούν εκεί μπορούν να απολαύουν των κοινωνικών παροχών, των κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων και της καλύψεως από την κοινωνική πρόνοια που παρέχει το κράτος μέλος υποδοχής όπως ακριβώς οι υπήκοοί του. Κατά τον FV, θα πρέπει να ακολουθηθεί κατ’ αναλογία το ίδιο σκεπτικό με εκείνο που έγινε δεκτό στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Depesme κ.λπ. (C-401/15 έως C-403/15, EU:C:2016:955), όσον αφορά το νοικοκυριό του. Με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τέκνα του/της συζύγου ή του/της αναγνωρισμένου/ης στο κράτος μέλος υποδοχής συντρόφου του μεθοριακού εργαζομένου μπορούν να λογίζονται ως τέκνα του τελευταίου προκειμένου να τους αναγνωριστεί δικαίωμα λήψεως οικονομικής ενισχύσεως για την παρακολούθηση ανώτατων σπουδών, καθόσον μια τέτοια ενίσχυση θεωρείται ως κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το conseil supérieur de la sécurité sociale (δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το χορηγούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 269 και 270 του [κώδικα, όπως αυτά ισχύουν από 1ης Αυγούστου 2016,] λουξεμβουργιανό οικογενειακό επίδομα να εξομοιωθεί με κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [492/2011];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εμποδίζει ο ορισμός του μέλους της οικογένειας σύμφωνα με το άρθρο [1, στοιχείο θʹ,] του κανονισμού 883/2004 τον ευρύτερο ορισμό του μέλους της οικογένειας του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας [2004/38], δεδομένου ότι η οδηγία αυτή αποκλείει κάθε αυτονομία του κράτους μέλους όσον αφορά τον ορισμό του μέλους της οικογένειας σε αντίθεση με ό,τι προβλέπει ο συντονιστικός κανονισμός και αποκλείει επικουρικώς κάθε έννοια του κύριου βάρους συντηρήσεως. Υπερισχύει επομένως ο ορισμός του μέλους της οικογένειας κατά την έννοια του άρθρου [1, στοιχείο θʹ,] του κανονισμού 883/2004, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητάς του στο πλαίσιο του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και, κυρίως, διατηρεί το κράτος μέλος την αρμοδιότητα να ορίζει τα μέλη της οικογένειας που θεμελιώνουν δικαίωμα λήψεως οικογενειακού επιδόματος;

3)

Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας [2004/38] στις οικογενειακές παροχές και, ειδικότερα, στο λουξεμβουργιανό οικογενειακό επίδομα, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποκλεισμός του τέκνου του συζύγου από τον ορισμό του μέλους της οικογένειας συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση η οποία δικαιολογείται λαμβανομένου υπόψη του εθνικού σκοπού του κράτους μέλους να κατοχυρώσει το προσωπικό δικαίωμα του τέκνου και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης προστασίας των διοικητικών αρχών του κράτους μέλους απασχολήσεως, δεδομένου ότι η διεύρυνση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το λουξεμβουργιανό σύστημα οικογενειακών παροχών, το οποίο ιδίως καταβάλλει σε δικαιούχους στο εξωτερικό σχεδόν το 48 % των οικογενειακών παροχών του;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

23

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχουν την έννοια ότι ένα οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από μεθοριακό εργαζόμενο, μισθωτής δραστηριότητας σε κράτος μέλος αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων.

24

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, ως προς την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας. Η διάταξη αυτή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, το οποίο ορίζει ειδικότερα ότι ο εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των λοιπών κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Eschenbrenner, C-496/15, EU:C:2017:152, σκέψη 32).

25

Από τον σκοπό της ίσης μεταχειρίσεως που επιδιώκεται με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 προκύπτει ότι η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος», η οποία διευρύνεται βάσει της εν λόγω διατάξεως ώστε να καλύπτει και τους εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών δύναται επομένως να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την ένταξή τους στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ., C-447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 ευνοεί αδιακρίτως τόσο τους διακινούμενους εργαζομένους που διαμένουν σε κράτος μέλος υποδοχής όσο και τους μεθοριακούς εργαζομένους οι οποίοι, μολονότι ασκούν την έμμισθη δραστηριότητά τους στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Depesme κ.λπ., C-401/15 έως C-403/15, EU:C:2016:955, σκέψη 37, και της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ., C-447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 41).

27

Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 εφαρμόζεται υπέρ εργαζομένου όπως ο FV, ο οποίος εργάζεται μεν στο Λουξεμβούργο, αλλά κατοικεί στη Γαλλία.

28

Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν ένα επίδομα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη οικογενειακό επίδομα συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

29

Συναφώς, η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη μνεία των κοινωνικών πλεονεκτημάτων δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, Generálny riaditeľ Sociálnej poisťovne Bratislava κ.λπ., C‑447/18, EU:C:2019:1098, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).