top of page

Plan of Business

Financial

and Accounting Advisors

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)της 16ης Ιουλίου 2020 ( *1 )


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Έννοια του “συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή” – Έξοδα σχετικά με την παράταση της πιστώσεως»


Στην υπόθεση C‑686/19,


με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης


SIA «Soho Group»


κατά


Patērētāju tiesību aizsardzības centrs,


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),


συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen και C. Toader (εισηγήτρια), δικαστές,


γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour


γραμματέας: Α. Calot Escobar


έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,


λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:



η SIA «Soho Group», εκπροσωπούμενη από την I. Šimulīte,



η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις V. Kalniņa και V. Soņeca,



η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,



η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις I. Rubene και G. Goddin,


κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,


εκδίδει την ακόλουθη


Απόφαση


1


Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).


2


Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SIA «Soho Group» και του Patērētāju tiesību aizsardzības centrs (Κέντρου προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών, Λεττονία, στο εξής: KΠΔΚ) με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του KΠΔΚ με την οποία επιβλήθηκε στη Soho Group πρόστιμο λόγω προσβολής των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.


Το νομικό πλαίσιο


Το δίκαιο της Ένωσης


3


Οι αιτιολογικές σκέψεις 19, 20, 26, 28 και 43 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:


«(19)


Για να μπορεί ο καταναλωτής να λαμβάνει την απόφασή του με πλήρη γνώ[σ]η των πραγμάτων, θα πρέπει να του παρέχεται, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, επαρκές ενημερωτικό υλικό, το οποίο ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να παίρνει μαζί του και να το μελετά, για τους όρους και το κόστος της πίστωσης και για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. Για να εξασφαλισθεί η πληρέστερη δυνατή διαφάνεια και συγκρισιμότητα των προσφορών, αυτή η πληροφόρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει ειδικότερα το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο [(ΣΕΠΕ)] που ισχύει για τη χορήγηση της πίστωσης το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε όλη την [Ευρωπαϊκή Ένωση] με τον ίδιο τρόπο. […]


(20)


Το συνολικό κόστος της καταναλωτικής πίστωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των αμοιβών σε μεσίτες πιστώσεων και οποιωνδήποτε άλλων τελών που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής σε σχέση με τη σύμβαση πίστωσης, εκτός από τα συμβολαιογραφικά έξοδα. […]


[…]


(26)


Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή υπεύθυνων πρακτικών σε όλες τις φάσεις της πιστωτικής σχέσης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών της πιστωτικής τους αγοράς. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, π.χ., την ενημέρωση και την εκπαίδευση των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων προειδοποιήσεων για τους κινδύνους της μη καταβολής και της υπερχρέωσης. Στη διευρυνόμενη πιστωτική αγορά, συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να αποφεύγουν οι πιστωτικοί φορείς τον ανεύθυνο δανεισμό ή τη χορήγηση δανείων χωρίς προηγούμενο έλεγχο φερεγγυότητας, ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να ασκούν τον αναγκαίο έλεγχο για την αποφυγή τέτοιας συμπεριφοράς και θα πρέπει να καθορίζουν τα αναγκαία μέσα για την κύρωση των πιστωτών σε ανάλογες περιπτώσεις. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων [ΕΕ 2006, L 177, σ. 1], οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν ατομικά την ευθύνη του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. […]


[…]


(28)


Προς εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει επίσης να ερευνά σχετικές βάσεις δεδομένων· οι νομικές και πραγματικές συνθήκες ενδέχεται να απαιτούν τη διακύμανση πεδίου των εν λόγω ερευνών. […]


[…]


(43)


Προκειμένου να προωθηθούν η εδραίωση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλισθεί υψηλός βαθμός προστασίας των καταναλωτών στο σύνολο της [Ένωσης], είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί η συγκρισιμότητα των πληροφοριών που αφορούν τα [ΣΕΠΕ] σε όλη την [Ένωση]. […] [Η] παρούσα οδηγία θα πρέπει να ορίζει με σαφή και σφαιρικό τρόπο το συνολικό κόστος της πίστης για τον καταναλωτή.»


4


Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/48, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές.


5


Το άρθρο 2, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν ότι μόνον ορισμένα άρθρα της οδηγίας εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστώσεως που προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής μπορούν να συνάψουν συμφωνία για την παράταση της προθεσμίας καταβολής ή για τις μεθόδους εξοφλήσεως της πιστώσεως, σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής έχει ήδη καθυστερήσει την εξόφληση της αρχικής συμβάσεως πιστώσεως.


6


Το άρθρο 3 της ανωτέρω οδηγίας προβλέπει τα εξής:


«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:


[…]


ζ)


“συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών· τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνονται επίσης εάν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·


η)


“συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή”: το ποσό του συνολικού ύψους της πίστωσης και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·


θ)


“[ΣΕΠΕ]”: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2·


[…]


ιβ)


“συνολικό ποσό της πίστωσης”: το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης·


[…]».


7


Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/48, με τίτλο «Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης», απαριθμεί, στην παράγραφο 1, στοιχεία γʹ, ζʹ και θʹ, τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή πριν αυτός δεσμευθεί από σύμβαση ή προσφορά πιστώσεως, ήτοι, αντιστοίχως, «το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις», το «[ΣΕΠΕ] και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής», καθώς και, κατά περίπτωση, «τις τυχόν επιβαρύνσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιούνται αυτές οι επιβαρύνσεις».


8


Το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, με τίτλο «Υποχρέωση εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:


«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»


9


Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», προβλέπει, στην παράγραφο 2, τις πληροφορίες που πρέπει να αναγράφονται «με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο». Μεταξύ των πληροφοριών αυτών περιλαμβάνονται, αντιστοίχως, στα στοιχεία δʹ, ζʹ, ιαʹ και καʹ, «το συνολικό ποσό της πίστωσης και [οι όροι] που διέπουν τις αναλήψεις», «το [ΣΕΠΕ] και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης· πρέπει να αναφέρονται όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού» και, κατά περίπτωση, «κάθε άλλη επιβάρυνση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και [οι όροι] υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις αυτές», καθώς και «άλλο[ι] συμβατικο[ί] όρο[ι] και προϋποθέσεις».


10


Το άρθρο 19 της οδηγίας 2008/48, με τίτλο «Υπολογισμός του [ΣΕΠΕ]», προβλέπει, στην παράγραφο 2, ότι, για τον υπολογισμό αυτό, «προσδιορίζεται το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, χωρίς να συνυπολογίζονται τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής, εφόσον έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης, και τα επιπλέον της τιμής αγοράς έξοδα που οφείλει να πληρώσει κατά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, είτε αγοράζει επί πιστώσει είτε τοις μετρητοίς». Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ «γίνεται σύμφωνα με το τεκμήριο ότι η σύμβαση πίστωσης εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης».


Το λεττονικό δίκαιο


11


Η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» της οδηγίας 2008/48 επαναλαμβάνεται στην Ministru kabineta noteikumi Nr. 1219 «Noteikumi par patērētāja kreditēšanu» (διάταγμα 1219 του υπουργικού συμβουλίου σχετικά με τους «Κανόνες σε θέματα καταναλωτικής πίστεως»), της 28ης Δεκεμβρίου 2010 (Latvijas Vēstnesis, 2011, αριθ. 2), το οποίο διέπει τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ.


12


Ο Patērētāju tiesību aizsardzības likums (νόμος περί προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος ΠΔΚ), επαναλαμβάνει, στο άρθρο 1, παράγραφος 9, τον ορισμό του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», όπως αυτός διατυπώνεται στην οδηγία 2008/48.


13


Το άρθρο 8 του νόμου αυτού, με τίτλο «Καταναλωτική πίστη», προβλέπει τα εξής:


«[…]


(22) Τα έξοδα της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως είναι αναλογικά και σύμφωνα με τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές. Το συνολικό κόστος της πιστώσεως για τον καταναλωτή υπολογίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις περί καταναλωτικής πίστεως.


(23) Θεωρούνται ως απαιτήσεις μη συνάδουσες προς τις διατάξεις της παραγράφου 22 του παρόντος άρθρου εκείνα τα συνολικά έξοδα για τον καταναλωτή που υπερβαίνουν το 0,55 % ημερησίως του ποσού της πιστώσεως από την πρώτη έως (και) την έβδομη ημέρα χρήσεως της πιστώσεως, το 0,25 % ημερησίως του ποσού της πιστώσεως από την όγδοη έως (και) τη δέκατη τέταρτη ημέρα χρήσεως της πιστώσεως και το 0,2 % ημερησίως του ποσού της πιστώσεως από τη δέκατη πέμπτη ημέρα χρήσεως της πιστώσεως. Στις συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες η πίστωση αποπληρώνεται κατόπιν οχλήσεως ή σύμφωνα με τις οποίες η περίοδος χρήσεως της πιστώσεως υπερβαίνει τις 30 ημέρες, θεωρούνται ως απαιτήσεις μη συνάδουσες με την παράγραφο 22 του παρόντος άρθρου τα συνολικά έξοδα της πιστώσεως για τον καταναλωτή που υπερβαίνουν το 0,25 % ημερησίως του ποσού της πιστώσεως. Οι περιορισμοί του συνολικού κόστους της καταναλωτικής πίστεως δεν ισχύουν για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως στις οποίες, προκειμένου να συναφθούν, παραδίδεται στον πιστωτικό φορέα κάποιο αγαθό ως εγγύηση και σύμφωνα με τις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αποκλειστικώς στο αγαθό που έχει δοθεί ως εγγύηση.


[…]»


Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα


14


Η Soho Group είναι πιστωτικό ίδρυμα ειδικευμένο στη χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων χαμηλού ύψους μέσω διαδικτύου. Η εμπορική πρακτική της επιχειρήσεως αυτής συνίσταται στην παροχή πιστωτικών υπηρεσιών στους καταναλωτές υπό μορφή χορηγήσεως δανείων ύψους από 70 έως 425 ευρώ, με προθεσμία αποπληρωμής η οποία, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, δύναται να κυμαίνεται από 30 ημέρες έως 12 μήνες.


15


Κατόπιν ελέγχου στον ιστότοπο της εταιρίας, η KΠΔΚ διαπίστωσε ότι η Soho Group πρότεινε συμβάσεις πιστώσεως περιλαμβάνουσες ρήτρα με τίτλο «Παράταση της διάρκειας του δανείου». Βάσει της ρήτρας αυτής, ο δανειολήπτης μπορούσε να ζητήσει παράταση της διάρκειας του δανείου καταβάλλοντας στον τρεχούμενο λογαριασμό του πιστωτικού φορέα δαπάνες παρατάσεως, αναλόγως του ποσού και της διάρκειας του δανείου. Μετά την είσπραξή τους, ο πιστωτικός φορέας θα απέστελλε ειδοποίηση για να επιβεβαιώσει την παράταση της διάρκειας της συμβάσεως πιστώσεως, όπως αυτή προβλεπόταν στους ειδικούς όρους της συμβάσεως ή στο χρονοδιάγραμμα καταβολής, ή θα αρνούνταν να χορηγήσει παράταση, χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει την εν λόγω άρνηση.


16


Κατόπιν του ελέγχου αυτού, το KΠΔΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά την παράταση της διάρκειας της πιστώσεως, η Soho Group πρότεινε στους καταναλωτές συμβάσεις πιστώσεως των οποίων το συνολικό ημερήσιο κόστος δεν ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 8, παράγραφος 23, του νόμου ΠΔΚ. Ως εκ τούτου, το KΠΔΚ έκρινε ότι τα έξοδα της συμβάσεως πιστώσεως την οποία πρότεινε στους καταναλωτές-η «Soho Group» δεν ήταν ούτε αναλογικά ούτε σύμφωνα με τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 22, του νόμου αυτού. Ειδικότερα, έκρινε ότι το συνολικό κόστος της πιστώσεως περιελάμβανε τις δαπάνες παρατάσεως της πιστώσεως, διότι οι προϋποθέσεις της παρατάσεως της πιστώσεως περιλαμβάνονταν στις ρήτρες και στους όρους που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στη σύμβαση πιστώσεως.


17


Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2017, το KΠΔΚ επέβαλε στη Soho Group πρόστιμο ύψους 25000 ευρώ.


18


Κατόπιν της απορρίψεως από το administratīvā rajona tiesa (πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο, Λεττονία) της προσφυγής που άσκησε η Soho Group με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, η Soho Group άσκησε έφεση ενώπιον του Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου, Λεττονία), το οποίο, με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, επικύρωσε την απόφαση του administratīvā rajona tiesa (πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου).


19


Με την απόφαση αυτή, το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο) έκρινε ότι, σε περίπτωση παρατάσεως της διάρκειας της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως πιστώσεως, τα έξοδα σχετικά με τη χρήση της πιστώσεως κατά τη διάρκεια της παρατάσεως αυτής θα καθίσταντο γνωστά και θα συνιστούσαν κόστος της πιστώσεως, για το οποίο θα ίσχυαν οι προβλεπόμενοι από τον νόμο ΠΔΚ περιορισμοί.


20


Η Soho Group άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η καταβολή των δαπανών παρατάσεως δεν είναι υποχρεωτική για τη λήψη του δανείου ή για τη χρήση του. Εξάλλου, η παράταση της συμβάσεως πιστώσεως αποτελεί μία μόνον από τις τρεις δυνατές επιλογές κατά τη λήξη του δανείου. Οι δύο άλλες επιλογές συνίστανται στην εξόφληση του δανείου χωρίς πρόσθετη καταβολή ή στη μη εξόφληση του δανείου, όπερ θα συνεπαγόταν τον υπολογισμό τόκων υπερημερίας. Κατά τη Soho Group, δεδομένου ότι η παράταση της πιστώσεως δεν ήταν γνωστή κατά τον χρόνο συνάψεως της οικείας συμβάσεως, δηλαδή κατά τον χρόνο καθορισμού του συνολικού κόστους της πιστώσεως και υπολογισμού του ΣΕΠΕ, οι δαπάνες της επίμαχης παρατάσεως δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο συνολικό κόστος της πιστώσεως.


21


Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι πρέπει να κριθεί αν το «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» περιλαμβάνει τις δαπάνες παρατάσεως της πιστώσεως, στο μέτρο που οι προϋποθέσεις της ενδεχόμενης παρατάσεώς της περιλαμβάνονται στις ρήτρες και στους όρους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στη σύμβαση πιστώσεως.


22


Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει τον ευρύ χαρακτήρα της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την έννοια της οδηγίας 2008/48, και, αφετέρου, ότι η νομολογία αυτή αναγνωρίζει ότι ο πιστωτικός φορέας δύναται, επίσης, να εισπράττει μη προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή προμήθειες.


23


Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει ορισμένες αμφιβολίες ως προς το αν οι δαπάνες αυτές εμπίπτουν στην προαναφερθείσα έννοια.


24


Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ορισμένες ειδικές ρήτρες της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως πιστώσεως καταδεικνύουν ότι ο πιστωτικός φορέας θεωρεί την παράταση της συμβάσεως αυτής ως αποδεκτή λύση αποσκοπούσα στην αποφυγή της μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων. Τούτο προκύπτει τόσο από τον λεπτομερή χαρακτήρα των ρητρών αυτών όσο και από τον μεγάλο αριθμό των συμβάσεων πιστώσεως που παρατείνονται στην πράξη.


25


Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākā tiesa (Senāts) (Ανώτατο Δικαστήριο, Λεττονία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:


«1.


Αποτελεί η έννοια του “συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή”, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας [2008/48], αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;


2.


Εμπίπτουν οι δαπάνες παρατάσεως της πιστώσεως στην έννοια του “συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή”, όπως ορίζεται [στην ανωτέρω διάταξη], υπό περιστάσεις όπως αυτές [της υποθέσεως της κύριας δίκης], στην περίπτωση που οι προϋποθέσεις παρατάσεως της πιστώσεως αποτελούν μέρος των ρητρών και όρων της συμβάσεως πιστώσεως που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του δανειολήπτη και του πιστωτικού φορέα;»


Επί των προδικαστικών ερωτημάτων


26


Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις δαπάνες παρατάσεως της πιστώσεως, στην περίπτωση που οι προϋποθέσεις της ενδεχόμενης παρατάσεώς της αποτελούν μέρος των ρητρών και των όρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στη σύμβαση πιστώσεως.


27


Κατ’ αρχάς, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/48, αυτή αποσκοπεί μόνο στην εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των κανόνων που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και δεν περιέχει κανόνες εναρμονίσεως σχετικά με τη μετάθεση του χρόνου λήξεως της πιστώσεως. Η οδηγία αυτή μνημονεύει, στο άρθρο 2, παράγραφος 6, μόνον τις περιπτώσεις μη εξοφλήσεως, ζήτημα το οποίο δεν τίθεται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Εξάλλου, όπως υποστήριξαν όλοι οι διάδικοι της κύριας δίκης, το ζήτημα του ανώτατου αποδεκτού κόστους της πιστώσεως δεν ρυθμίζεται από την οικεία οδηγία και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό του κόστους αυτού (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz inwestycyjny Zamknięty, C‑779/18, EU:C:2020:236, σκέψεις 40 και 48).


28


Κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» περιλαμβάνει «το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών».


29


Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει, αφενός, ότι μόνον οι «συμβολαιογραφικές δαπάνες» εξαιρούνται ρητώς από τον ορισμό αυτόν. Αφετέρου, ο ανωτέρω ορισμός δεν διευκρινίζει αν οι αμοιβές στα οποία αναφέρεται περιορίζονται σε εκείνες που είναι αναγκαίες για τη λήψη της πιστώσεως.


30


Αντιθέτως, από την ανωτέρω διατύπωση προκύπτει ότι η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» περιλαμβάνει «κάθε άλλου είδους αμοιβ[ές], που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας», και ότι οι επιβαρύνσεις αυτές περιλαμβάνουν και «τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης». Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια αυτή καλύπτει το σύνολο των επιβαρύνσεων που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πιστώσεως, και τις οποίες γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας (αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 84, και της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Verein für Konsumenteninformation, C‑127/15, EU:C:2016:934, σκέψη 34), συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών τις οποίες ο δανειολήπτης οφείλει να καταβάλει στον πιστωτικό φορέα (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, SC Volksbank România, C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψη 65).


31


Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί ευρεία προστασία των καταναλωτών, ο νομοθέτης της Ένωσης προκρίνει, στο άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, έναν ευρύ ορισμό της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Mikrokasa και Revenue Niestandaryzowany Sekurytyzacyjny Fundusz inwestycyjny Zamknięty, C‑779/18, EU:C:2020:236, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32


Συναφώς, όχι μόνον ο ορισμός της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» δεν περιέχει κανένα περιορισμό σχετικά με τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως, αλλά, προπάντων, τα έξοδα και ο επιμερισμός τους κατά τη διάρκεια της συμβάσεως αυτής εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Lexitor, C‑383/18,EU:C:2019:702, σκέψεις 23 και 31 έως 33). Τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2008/48, κατά την οποία η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» νοείται «σε σχέση με τη σύμβαση πίστωσης».


33


Επομένως, η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» αφορά τόσο τα έξοδα για τη λήψη της πιστώσεως όσο και τα έξοδα που συνδέονται με τη χρήση της κατά τη διάρκειά της.


34


Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, προκειμένου οι δαπάνες για την ενδεχόμενη παράταση της συμβάσεως πιστώσεως, η οποία προβλέπεται από τη σύμβαση αυτή, να πληρούν τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως και να μπορούν, ως εκ τούτου, να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, αφενός, πρέπει στην εν λόγω σύμβαση να προσδιορίζονται λεπτομερώς οι συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις αυτής της ενδεχόμενης παρατάσεως και, αφετέρου, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να γνωρίζει τις εν λόγω δαπάνες, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να υπολογίσει τις εν λόγω δαπάνες βάσει των συμβατικών διατάξεων, ιδίως αναλόγως της διάρκειας της χρήσεως της πιστώσεως.


35


Όσον αφορά τις προϋποθέσεις παρατάσεως της πιστώσεως, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, αυτές περιλαμβάνονται στις ρήτρες και στους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τη σύμβαση πιστώσεως που συνήφθη μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη. Ομοίως, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο πιστωτικός φορέας δύναται να αρνηθεί την παράταση της συμβάσεως, χωρίς η άρνηση αυτή να χρήζει αιτιολογήσεως, είναι σαφές ότι η παράταση αυτή δύναται να λάβει χώρα μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος του καταναλωτή, αποδοχής του πιστωτικού φορέα και καταβολής από τον καταναλωτή των δαπανών παρατάσεως στον τρεχούμενο λογαριασμό του πιστωτικού φορέα.


36


Επομένως, στο πλαίσιο συμβάσεων πιστώσεως όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, ο καταναλωτής είναι εκείνος που υποχρεούται να καταβάλει τις δαπάνες παρατάσεως και ο πιστωτικός φορέας γνωρίζει τις δαπάνες αυτές, δηλαδή οι δαπάνες είναι προσδιορισμένες ή μπορούν να προσδιοριστούν.


37


Εντούτοις, η Soho Group, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν στις γραπτές παρατηρήσεις τους ότι, λόγω του ότι η παράταση της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δεν είναι βέβαιη κατά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, οι σχετικές με την παράταση αυτή δαπάνες δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48.


38


Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τους ορισμούς του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/48, η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» συνδέεται με τις έννοιες του «συνολικού ποσού της πίστωσης» και του «συνολικού ποσού πληρωτέου από τον καταναλωτή» για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ.


39


Δεδομένου ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/48 δεν παραπέμπει, όσον αφορά τις εν λόγω έννοιες, στο εθνικό δίκαιο, εκάστη εξ αυτών πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφος της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψη 33).


40


Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ως «συνολικό ποσό της πίστωσης», κατά την έννοια της οδηγίας 2008/48, ορίζεται, στο άρθρο της 3, στοιχείο ιβʹ, το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης.


41


Αφετέρου, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48, το ΣΕΠΕ αντιστοιχεί προς το «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή», εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.


42


Δεδομένου ότι η έννοια του «συνολικού ποσού πληρωτέου από τον καταναλωτή» ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 ως «το ποσό του συνολικού ύψους της πίστωσης και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή», προκύπτει ότι οι έννοιες «συνολικό ποσό της πίστωσης» και «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» είναι αλληλοαποκλειόμενες και ότι, ως εκ τούτου, το «συνολικό ποσό της πίστωσης» δεν μπορεί να περιλαμβάνει ποσά υπολογιζόμενα στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή (απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 85).


43


Επομένως, η οδηγία 2008/48 περιέχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τον επιμερισμό των ποσών που εμπίπτουν στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως.


44


Υπό περιστάσεις, όμως, όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι οποίες δεν αφορούν μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, καίτοι οι δαπάνες παρατάσεως αποτελούν μέρος του «συνολικού ποσού πληρωτέου από τον καταναλωτή», οι δαπάνες αυτές δεν μπορούν να εμπίπτουν στο «συνολικό ποσό της πίστωσης» και, επομένως, εμπίπτουν στο «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας αυτής.


45


Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2008/48 αφορούν όχι μόνον τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως, αλλά και τις διαδικασίες τροποποιήσεώς της.


46


Συναφώς, κατ’ αρχάς, μολονότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει ότι το ΣΕΠΕ και το «συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής», τα οποία μνημονεύονται στη σύμβαση πιστώσεως, υπολογίζονται «κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης», η ίδια αυτή διάταξη διευκρινίζει ότι «πρέπει να αναφέρονται [στη σύμβαση] όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού».


47


Για συμβάσεις πιστώσεως όπως αυτές που προσφέρει η Soho Group, για τις οποίες δεν είναι σπάνιο, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, να περιλαμβάνουν μόνο μία προθεσμία εξοφλήσεως συμπίπτουσα με τη λήξη της συμβάσεως, ο πιστωτικός φορέας δύναται να κάνει μνεία της περίπτωσης κατά την οποία η σύμβαση πιστώσεως θα μπορούσε να παραταθεί μία ή περισσότερες φορές.


48


Επιπλέον, η μνεία των διαφόρων τεκμηρίων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ καθιστά δυνατή την υλοποίηση του σκοπού του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 σχετικά με τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες στον καταναλωτή για τη σύγκριση των διάφορων προσφορών προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης, η δε σύγκριση αυτή πρέπει να μπορεί να γίνει λαμβανομένου υπόψη του ΣΕΠΕ όπως αυτό κυμαίνεται ανάλογα με τις διαφορετικές διάρκειες των προσφορών που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής.


49


Συναφώς, υπενθυμίζεται αφενός, ότι η οδηγία 2008/48 εκδόθηκε με τον διττό σκοπό να διασφαλίσει υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Ένωσης και να διευκολύνει τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς καταναλωτικής πίστεως η οποία λειτουργεί εύρυθμα. Από την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής θα λάβει, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως, επαρκές ενημερωτικό υλικό, ιδίως σχετικά με το ΣΕΠΕ που ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να είναι σε θέση να συγκρίνει τα εφαρμοζόμενα επιτόκια (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Home Credit Slovakia, C‑290/19, EU:C:2019:1130, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50


Αφετέρου, από το γράμμα τόσο του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/48, το οποίο αφορά την «Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης», ιδίως δε της παραγράφου 1, στοιχείο θʹ αυτού, όσο και του άρθρου 10 της οικείας οδηγίας, το οποίο αφορά τις «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», ιδίως δε της παραγράφου 2, στοιχείο ιαʹ αυτού, προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις αφορούν «κάθε άλλη επιβάρυνση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις αυτές». Εξάλλου, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο καʹ, προβλέπει επίσης ότι στη σύμβαση πιστώσεως μνημονεύονται, κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, κατά περίπτωση, «άλλο[ι] συμβατικο[ί] όρο[ι] και προϋποθέσεις». Όλα τα ανωτέρω καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού που υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 43 της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στον σαφή και σφαιρικό καθορισμό του συνολικού κόστους της πίστεως για τον καταναλωτή, καθώς και στη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συγκεκριμένης οδηγίας.


51


Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, του γράμματος του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, καθώς και της ευρείας αντιλήψεως της έννοιας του «συνολικού κόστους της πιστώσεως για τον καταναλωτή», δεύτερον, του στοιχείου ότι η έννοια αυτή αφορά τόσο τη λήψη όσο και τη χρήση της πιστώσεως, τρίτον, της διασυνδέσεως των εννοιών «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή», «συνολικό ποσό της πίστωσης» και «συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» και, τέταρτον, του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, καθώς και της ανάγκης διαφυλάξεως της πρακτικής της αποτελεσματικότητας, οι δαπάνες παρατάσεως της προαναφερθείσας συμβάσεως, εφόσον έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων τέτοια δυνατότητα παρατάσεως και ο πιστωτικός φορέας γνωρίζει τις δαπάνες, εμπίπτουν στην έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48.


52


Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα του πιστωτικού φορέα ότι η παράταση της συμβάσεως πιστώσεως αποτελεί προτιμότερη λύση από ενδεχόμενη μη εκτέλεση της συμβάσεως. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, σε πολύ μεγάλο αριθμό των συναφθεισών συμβάσεων πιστώσεως παρατείνεται η αρχικώς συμφωνηθείσα προθεσμία λήξεως. Ο πιστωτικός φορέας όμως πρέπει να αποφεύγει τον ανεύθυνο δανεισμό ή τη χορήγηση δανείων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Ειδικότερα, ο πιστωτικός φορέας οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 26 και 28 αυτής, να εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη συμβάσεως πιστώσεως,. Σκοπός της εν λόγω υποχρεώσεως είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 26 της οικείας οδηγίας, να βαρύνει η ευθύνη τον πιστωτικό φορέα και να αποτρέπεται η εκ μέρους του χορήγηση πιστώσεως σε αφερέγγυους καταναλωτές (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, OPR-Finance, C‑679/18, EU:C:2020:167, σκέψη 20).


53


Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις δαπάνες της ενδεχόμενης παρατάσεως της πιστώσεως, εφόσον, αφενός, οι συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις της ενδεχόμενης παρατάσεώς της, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς της, αποτελούν μέρος των ρητρών και των όρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στο πλαίσιο της συμβάσεως πιστώσεως και, αφετέρου, ο πιστωτικός φορέας γνωρίζει τις δαπάνες αυτές.


Επί των δικαστικών εξόδων


54


Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.


Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:


Η φράση «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις δαπάνες της ενδεχόμενης παρατάσεως της πιστώσεως, εφόσον, αφενός, οι συγκεκριμένες και σαφείς προϋποθέσεις της ενδεχόμενης παρατάσεώς της, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς της, αποτελούν μέρος των ρητρών και των όρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του δανειολήπτη στο πλαίσιο της συμβάσεως πιστώσεως και, αφετέρου, ο πιστωτικός φορέας γνωρίζει τις δαπάνες αυτές.


(υπογραφές)


3 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page